- τρυφεραίνω
- (αόρ. τρυφέρυνα) 1. μετ. делать нежным, мягким;2. αμετ. делаться нежным, мягким
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρυφεραίνω — τρυφεράθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι τρυφερό, το απαλύνω, το μαλακώνω: Όταν θυμώνει, αυτή τον τρυφεραίνει με χάδια. 2. αμτβ., γίνομαι τρυφερός, μαλακώνω: Με τη μουσική τρυφεραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυφεραίνω — ΝΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός αρχ. παθ. τρυφεραίνομαι καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek